- φιλόπρακτος
- φῐλό-πρακτος, ον,A = φιλοπράγμων, Ptol.Tetr.160.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόπρακτος — ον, Α φιλοπράγμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρακτός (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος] … Dictionary of Greek
φιλοπράκτους — φιλόπρακτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)